- αβγουλιέρα
- ηη θήκη του αβγού, βλ. αβγοθήκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβγουλιέρα — η η αβγοθήκη* … Dictionary of Greek
αβγοθήκη — και αβγουλιέρα, η 1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό 2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά 3. ωοθήκη τής κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και τής γυναίκας 4. φωλιά όπου γεννάει η… … Dictionary of Greek
αβγούλι — το το αβγουλάκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό. ΠΑΡ. αβγούλα. αβγουλάδα, αβγουλάκι, αβουλία, αβγουλιέρα] … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
αβγοθήκη — η η αβγουλιέρα (επιτραπέζιο σκεύος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωοθήκη — η 1. στην ανατομία, το αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας και των θηλυκών ζώων, μέσα στο οποίο διαπλάσσονται τα ωάρια. 2. το μέρος του άνθους που περικλείνει τις σπερματικές βλάστες. 3. αβγοθήκη, αβγουλιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)